- τετράκυκλος
- -η, -ο / τετράκυκλος, -ον, ΝΑαυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.)νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλοςτετράτροχη άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + κύκλος (πρβλ. πολύ-κυκλος].
Dictionary of Greek. 2013.